- ἐπιπωμάτισις
- ἐπιπωμ-άτισις, εως, ἡ,A covering with a lid, Phlp.in AP0.420.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιπωμάτισις — covering with a lid fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπωμάτισιν — ἐπιπωμάτισις covering with a lid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπωμάτιση — η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω] κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμα νεοελλ. (χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση … Dictionary of Greek